- μοιραίνω
- μοίρανα1. (για τις μοίρες), δίνω σε κάποιον τα αγαθά της ζωής, ευλογώ.2. παροιμ., «Η μάνα γεννάει μα δε μοιραίνει», η ευτυχία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τη μητέρα του αλλά από τη μοίρα, την τύχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.