μοιραίνω

μοιραίνω
μοίρανα
1. (για τις μοίρες), δίνω σε κάποιον τα αγαθά της ζωής, ευλογώ.
2. παροιμ., «Η μάνα γεννάει μα δε μοιραίνει», η ευτυχία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τη μητέρα του αλλά από τη μοίρα, την τύχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοιραίνω — μοιραίνω, μοίρανα βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: μοιραίνω : σπάνια η παθητική φωνή (μοιραίνομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μοιραίνω — 1. (για τη μοίρα) καθορίζω, προδιαγράφω το πεπρωμένο, ορίζω τη μοίρα ενός προσώπου, ιδίως κατά την ώρα τής γέννησής του 2. προκαθορίζω τα μελλοντικά προτερήματα κάποιου 3. παροιμ. «η μάννα γεννάει, μα δε μοιραίνει» τη ζωή τη δίνουν οι γονείς,… …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”